μυριόφυλλον

μυριόφυλλον
μῡρῐό-φυλλον, τό, a water-plant, prob.
A Myriophyllum spicatum, water-milfoil, Dsc.4.114, Gal.12.81.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυριόφυλλον — Myriophyllum spicatum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριοφύλλου — μυριόφυλλον Myriophyllum spicatum neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριόφυλλο — το (Α μυριόφυλλον) νεοελλ. βοτ. γένος υδρόβιων φυτών με σπονδυλωτά φύλλα, τής οικογένειας αλοραγίδες αρχ. μτγν. είδος υδρόβιου φυτού, πιθ. το υδρόφυλλον το σφονδυλωτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φύλλον] …   Dictionary of Greek

  • αλοραγίδες — (haloragaceae). Οικογένεια δικότυλων φυτών με 160 είδη που κατατάσσονται σε 5 γένη. Ανήκει στην τάξη μυρτώδη. Περιλαμβάνει ποώδη φυτά, τα περισσότερα υδρόφιλα. Τα φύλλα τους είναι πετροσχιδή ή πλατιά, μεγάλων διαστάσεων. Τα άνθη τους είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”